μονοπέδιλος

μονοπέδιλος
-η, -ο (Α μονοπέδιλος, -ον)
αυτός που φορά μόνο ένα πέδιλο, μονοσάνδαλος («κι ευρέθην μονοπέδιλος την ώραν οπού είχε γίνει άφαντον το ζώον», Παπαδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + πέδιλον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μονοπέδιλος — having but one shoe masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοπέδιλον — μονοπέδιλος having but one shoe masc/fem acc sg μονοπέδιλος having but one shoe neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοπεδίλου — μονοπέδιλος having but one shoe masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοπεδίλῳ — μονοπέδιλος having but one shoe masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”